tromaktiko: Πέντε πράγματα που πρέπει να ξέρετε για τις επερχόμενες γερμανικές εκλογές

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

Πέντε πράγματα που πρέπει να ξέρετε για τις επερχόμενες γερμανικές εκλογές



Του Bill Wirtz*
Στις 24 Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί θα πάνε στις κάλπες για να εκλέξουν ένα νέο Bundestag (το γερμανικό κοινοβούλιο). Να τα πέντε πράγματα που πρέπει να ξέρετε γι’ αυτή την αναμέτρηση...

Η Angela Merkel προβλέπεται να κυριαρχήσει για μια ακόμη φορά

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη δημοτικότητα της Angela Merkel, και είναι δύσκολο να μην εντυπωσιάζεται κανείς από την πολιτική της καριέρα. Δεν είναι μόνο μια επιστήμονας με διδακτορικό στη χημεία, αλλά μεγάλωσε επίσης στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία (με όλα τα μειονεκτήματα που αυτό συνεπάγεται) πριν γίνει η πρώτη γυναίκα Καγκελάριος της Γερμανίας το 2005.

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί πολιτικοί σχολιαστές δείχνουν την προσφυγική κρίση και την χαλαρή μεταναστευτική πολιτική της Merkel ως λόγους δυσαρέσκειας του γενικού πληθυσμού. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ενώ οι δημοσκοπήσεις υποτίθεται πώς δείχνουν επανειλημμένα ότι οι Γερμανοί είναι δυσαρεστημένοι ως προς τον τρόπο που εξελίσσεται η εισδοχή στη χώρα των αιτούντων άσυλο, και μάλιστα ότι κατηγορούν προσωπικά την Καγκελάριο γι’ αυτό, η ίδια υφίσταται μικρές μόνο πολιτικές επιπτώσεις. Το χριστιανοδημοκρατικό της κόμμα CDU/CSU καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις στο 36% με 40% της γενικής ψήφου, ποσοστό ελάχιστα μόνο μικρότερο από το αντίστοιχο των εκλογών του 2013. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει στην τέταρτη συνεχόμενη θητεία της Angela Merkel στο Βερολίνο.

Το πώς η Merkel καταφέρνει με τόση επιτυχία να συντηρεί την απ’ ό,τι φαίνεται αψεγάδιαστη πολιτική της καριέρα είναι ανοιχτό ζήτημα συζήτησης. Μπορούν ωστόσο να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα ως προς τη συμπεριφορά των Γερμανών ψηφοφόρων. Αυτή για παράδειγμα χαρακτηρίζεται από την επιθυμία για πολιτική σταθερότητα: πολλοί Καγκελάριοι είχαν μακρές θητείες. Ο Κόνραντ Αντενάουερ για παράδειγμα διετέλεσε Καγκελάριος για 14 χρόνια, ο Χέλμουτ Σμιτ για 8 χρόνια, και ο Χέλμουτ Κολ για ολόκληρα 16 χρόνια. Η Merkel βρίσκεται σήμερα στον δωδέκατο χρόνο της, χωρίς να φαίνεται να έχει χάσει τη δυναμική της. Φαίνεται σχεδόν σαν το σύνθημα “Strong and Stable” (ισχυροί και σταθεροί) του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος που προκάλεσε ελάχιστο ενθουσιασμό, να βρίσκει πανηγυρική εφαρμογή στη Γερμανία.

Ο σημαντικότερος ανταγωνιστής της Merkel αντιμετωπίζει δυσκολίες
Υπήρξε η νέα ελπίδα του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η ευκαιρία τους να κερδίσουν τις εκλογές. Ο Martin Schulz, ο 62χρονος πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θεωρούταν ο άνθρωπος που θα κέρδιζε τη Merkel. Ήταν ένα νέο πρόσωπο - δεν είχε στο παρελθόν διεκδικήσει κοινοβουλευτική θέση στη Γερμανία - και είχε αποδειχθεί στην πράξη μια πνευματώδης φωνή στον μηχανισμό εξουσίας των Βρυξελλών.

Πίσω στον Μάρτιο, οι τίτλοι των εφημερίδων μιλούσαν για το Φαινόμενο Schulz και τον παρουσίαζαν ως τον νέο ηγέτη που θα έπειθε χιλιάδες Γερμανούς να ενταχθούν στους Σοσιαλδημοκράτες. Φαινόταν τότε ως ένας πειστικός αντίπαλος της Angela Merkel, η οποία ήταν στο τιμόνι της Γερμανίας από το 2005. Ο νέος επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών - έχοντας διασφαλίσει όλες τις 605 ψήφους στην ψηφοφορία για την ηγεσία του κόμματος - απείχε πολύ από την συνήθη βαρετή εικόνα των γραφειοκρατών του SDP, όπως ο πρώην υποψήφιος Πέερ Στάινμπρουκ ή ο αναπληρωτής Καγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Το κόμμα του αντιπάλου της Merkel, Martin Schulz έχει ως στόχο μια “επίθεση δαπανών” για να ενισχύει την οικονομία “ενθαρρύνοντας” τις επιχειρήσεις να επενδύσουν. Το πρόγραμμα του κόμματος δεν δίνει ιδιαίτερες λεπτομέρειες γι’ αυτή την πρόταση ή για τις αλλαγές στην δημοσιονομική πολιτική που αυτή συνεπάγεται. Η μόνη αναφορά στη φορολόγηση των επιχειρήσεων είναι ένα κεφάλαιο που αφορά τη φοροδιαφυγή, την οποία το SPD θέλει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα μέσω του ΟΟΣΑ.

Η εκλογή του Martin Schulz έδωσε ελπίδα στους ανήσυχους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά απέτυχε να την κάνει πράξη. Το Φαινόμενο Σουλτς είναι αέρας κοπανιστός: το SPD καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις στα ποσοστά που έλαβε το 2013, γύρω στο 25%. Το εκλογικό κοινό βλέπει συχνά τον Σουλτς ως υπερβολικά φωνακλά και επηρμένο - ως έναν ακόμη ευρωγραφειοκράτη με διογκωμένο εγωισμό. Φαίνεται ότι αυτό δεν πουλά πλέον.

Οι φιλελεύθεροι της αγοράς μπήκαν ξανά στο παιχνίδι
Οι κινήσεις των φιλελεύθερων δημοκρατών του FDP αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κι αυτό, όχι μόνο γιατί το κόμματος είναι γνωστό πως υποστηρίζει τις περισσότερο ελεύθερες αγορές, αλλά και διότι, καθώς καταγράφονται μέχρι και στο 8% στις δημοσκοπήσεις, μπορούν να αποτελέσουν κυβερνητικό εταίρο του CDU/CSU της Merkel. Αυτή η προοπτική γίνεται ολοένα και πιο πιθανή όσο περισσότερο το SPD συγκρούεται με την κεντροδεξιά της Merkel για θέματα όπως ο γάμος μεταξύ ομοφύλων, όπως συνέβη πρόσφατα.

Το 2013, το FDP δεν κατάφερε καν να περάσει το κατώφλι του 5% που απαιτείται για να μπει στο Bundestag, παρά το ότι είχε με συνέπεια στηρίξει τη μείωση του ελλείμματος και του χρέους και είχε αντιταχθεί σε πολλές παρεμβάσεις στις αγορές.

Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες της Γερμανίας δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο από τους Βρετανούς ομολόγους τους. Αντί να αυτοπροβάλλονται ως μια δύναμη του κέντρου και των μετριοπαθών πολιτικών του συμβιβασμού, οι Γερμανοι φιλελεύθεροι είναι ηχηροί στην υποστήριξη των ιδανικών της ελεύθερης αγοράς. Ο αρχηγός του κόμματος, Κρίστιαν Λίντνερ, που υπερηφανεύεται για τη συμμετοχή του στη Γερμανική Hayek Society, εκφωνεί φλογερούς λόγους υπέρ της απελευθέρωσης της αγοράς από τα δεσμά του σοσιαλισμού. Το συνέδριο του κόμματος το 2015 αποφάσισε μάλιστα να υποστηρίξει ένα νέο αίτημα για την εφαρμογή ενός ενιαίου φόρου ως μια δικαιότερη εναλλακτική στο απεχθές σχήμα της προοδευτικής φορολόγησης.

Άλλωστε, αν δεν έχεις να χάσεις τίποτε, μπορείς να είναι ειλικρινής ως προς τη φιλοσοφία του. Και αυτή η νέα ανοιχτή προσέγγιση φαίνεται να αποδίδει. Την τελευταία εβδομάδα, το FDP υπέγραψε μια συμφωνία συνεργασίας με το CDU στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, έχοντας κερδίσει το 12% των ψήφων στις εκλογές για το τοπικό κοινοβούλιο. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, το FDP καταγράφει στις δημοσκοπήσεις ποσοστά μεταξύ του 8 και του 9%.

Αυτή η επιθετική φωνή υπέρ των μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της ελευθερίας είναι ελκυστική: η Angela Merkel επηρεάζεται εύκολα από την κοινή γνώμη και το να μετακινηθεί από τη παρεμβατική εργασιακή νομοθεσία στην κατεύθυνση των περικοπών των φόρων θα είναι σίγουρα κάτι το καλοδεχούμενο.

Η Γερμανία βλέπει πολιτικές επιπτώσεις στην άνοδο της νέας Δεξιάς
Με τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου ένα νέο κόμμα πιθανότατα θα μπει στο γερμανικό κοινοβούλιο: το Alternative für Deutchland (Εναλλακτική για τη Γερμανία) υποστηρίζει ένα νέο είδος συντηρητικής πολιτικής που δέχεται έντονη κριτική στη χώρα.

Το 2012, μια ομάδα Γερμανών συντηρητικών και κλασικά φιλελεύθερων οικονομολόγων που είχαν αποχωρίσει από την κεντροδεξιά της Merkel και το παραδοσιακό φιλελεύθερο-δημοκρατικό κόμμα βρέθηκαν να συνεργάζονται με ανεξάρτητες ομάδες ψηφοφόρων για να διεκδικήσουν τη εκλογή τους στο τοπικό επίπεδο. Σύντομα αυτοί οι συντηρητικοί, που διατύπωναν έντονη κριτική εναντίον του οικονομικού παρεμβατισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, απομονώθηκαν από αυτές τις ήδη υπάρχουσες πλατφόρμες και το 2013 ίδρυσαν το AfD.

Λίγο μετά την ίδρυση του κόμματος, ξέσπασαν εσωτερικές διαφωνίες ως προς τις προτεραιότητες του πολιτικού του μηνύματος: οι κλασικοί φιλελεύθεροι ήθελαν να αναπτύξουν ένα γερμανικό είδος ευρωσκεπτικισμού - το οποίο, συγκριτικά με το αντίστοιχο αγγλοσαξωνικό, θα παρουσιαζόταν λιγότερο επιθετικό και περισσότερο ακαδημαϊκό - ενώ οι νατιβιστές και οι εμπνεόμενοι από τη θρησκεία πίεζαν για περισσότερο εθνικισμό και κοινωνικό συντηρητισμό σε ζητήματα όπως ο γάμος μεταξύ ομοφύλων (που παραμένει παράνομος στη Γερμανία).

Το AfD πήρε μια πολύ ανησυχητική πορεία.

Το 2015, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα υψηλόβαθμα μέλη του, ο Μπιερν Χέκε, υπήρξε ένας από τους συγγραφής της Erfurter Resolution που ζητούσε την αλλαγή πολιτικής του κόμματος. Σύμφωνα με αυτό το μανιφέστο, το AfD θα έπρεπε στο εξής να επικεντρώσει τις προσπάθειές του ώστε να αναδειχθεί σε “ένα νέο κίνημα του γερμανικού λαού εναντίον των κοινωνικών πειραμάτων των τελευταίων δεκαετιών (όπως την κανονικοποίηση των ζητημάτων φύλου και την πολιτισμικότητα)”.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χέκε προκαλεί διαμάχες: έχει υποστηρίξει ότι ο Ιουδαϊσμός και η Χριστιανοσύνη βρίσκονται σε αντίθεση και ευχήθηκε στη Γερμανία ένα “χιλιόχρονο μέλλον ευημερίας” που αποτελεί μια γνωστή ναζιστική αναφορά.

Οι μετριοπαθείς του κόμματος, απογοητευμένοι από την υποστήριξη σ’ αυτή την εθνικιστική στροφή, αποχώρησαν από το AfD και μοιράστηκαν σε διάφορες ομάδες χωρίς σημασία.

Το ριζοσπαστικοποιημένο πλέον δεξιό αυτό κόμμα γρήγορα εγκατέλειψε κάθε είδους οικονομικό φιλελευθερισμό. Η νέα πρόεδρός του, Φράουκε Πέτρι, έκανε στροφή 180 μοιρών ως προς βασικές πολιτικές θέσεις. Για παράδειγμα, ενώ είχε προηγουμένως χαρακτηρίσει τον νεοεισαχθέντα ελάχιστο μισθό ως ένα προϊόν του “νεοσοσιαλισμού” και είχε υποστηρίξει έντονα την κατάργησή του, σήμερα το AfD επιμένει στη διατήρησή του για να “προστατευθούν οι εργαζόμενοι”.

Τι χρειάζεται στην πραγματικότητα η χώρα.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, η Γερμανία χρειάζεται να συνεχίσει να καινοτομεί. Αν κοιτάξουμε τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ και τον ισοσκελισμό του κρατικού προϋπολογισμού, μπορεί να καταλήξουμε να πιστεύουμε ότι το Βερολίνο δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Η υπεραπόδοση όμως των εισπράξεων φόρων εξηγείται εύκολα από την γερμανική οικονομία, η οποία τα πάει καλύτερα από τους ανταγωνιστές της στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Το επόμενο βήμα για την Γερμανία είναι να επιστρέψει στην τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992, φέρνοντας το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, από το 68% που είναι σήμερα, και διασφαλίζοντας μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την απαλλαγή της χώρας από τα χρέη της. Είναι κομβικό η Γερμανία να επιλέξει τα σωστά πρότυπα ως προς την φιλοσοφία της διακυβέρνησής της. Μια συνεπής προσέγγιση στα οικονομικά των ελεύθερων αγορών μέσω μιας βαθιάς απορρύθμισης θα επιφέρει σημαντικά θετικά αποτελέσματα την εποχή του Brexit. Με κάποιους από τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς να ανακοινώνουν ότι πρόκειται να φύγουν, η Φρανκφούρτη, το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Γερμανίας, δεν μπορεί να συνεχίσει να σηκώνει το βάρος περισσότερων ρυθμίσεων ή σοσιαλιστικών προτάσεων όπως ο φόρος των χρηματοπιστωτικών μεταβιβάσεων.

Το ερώτημα δεν πρέπει να είναι ποιος θα κυβερνήσει τη Γερμανία τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά ποιος θα κλείσει λιγότερο το δρόμο στους σκληρά εργαζόμενους Γερμανούς που θέλουν να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους.


*Ο Bill Wirtz σπουδάζει Γαλλικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Λωρραίνης στο Νανσί της Γαλλίας.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!